«Επόμενη στάση, Σύνταγμα»

Όπως προχωρούσε το υπόγειο τρένο κι αφήναμε τους παλιούς μας εαυτούς στις στάσεις που περάσαμε, ξάφνου, όταν άνοιξαν οι πόρτες μπήκε μέσα ένα γερασμένο πρόσωπο.Είχε ένα κουρασμένο βλέμμα και τα φρύδια του έσμιγαν μόνο όταν συνομιλούσε με τις σκέψεις του.Στεκόταν ακριβώς απέναντί μου κι έτσι είχα την πολυτέλεια να τον παρατηρήσω.Να χαζέψω το σκουρόχρωμο παντελόνι με την διακριτική τσάκιση, το λευκό του πουκάμισο, το γκρι λεπτό σακάκι και το καπελάκι που κοσμούσε το κεφάλι του.Αφού τον κοίταξα καλύτερα είδα πως στα δυο του γερασμένα χέρια, κρατούσε ένα μικρό πράσινο λεμόνι.Κι όπως το κινούσε ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά του, χωρίς να το καταλάβει, έσπειρε το καλοκαίρι μέσα σ’ ένα τυχαίο, μουντό κι απρόσωπο βαγόνι.Λίγες στάσεις αργότερα, το μόνο που είπε φωναχτά, σα να απευθυνόταν σ’ όλους μας, είναι ότι «στον Ευαγγελισμό κατεβαίνουν οι επισκέπτες των αρρώστων».Κι εγώ απλώς του χαμογέλασα. Είχε δίκιο.Αφού φτάσαμε στη στάση Συντάγματος κι άνοιξαν πάλι οι πόρτες, κατέβηκε απ’ το τρένο, έλεγξε ότι έβαινε προς τη σωστή κατεύθυνση, και χάθηκε στο πλήθος.Για μια στιγμή εντόπισα ξανά τα άσπρα του μαλλιά. Και χαμογελώντας του πάλι, από μακριά αυτή τη φορά, αποχαιρέτησα τον άνθρωπο που πήρε το καλοκαίρι και το φύλαξε ξανά στη τσέπη του, μη γνωρίζοντας πόσο πολύτιμη ήταν η σύντομη παρουσία του κοντά σ’ εμάς τους ξένους. Κατερίνα ΔημητρέσκουΤελειόφοιτη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, με κατεύθυνση Δημοσιογραφίας.

«Επόμενη στάση, Σύνταγμα» Read More »

Ο θρήνος της μάνας

Γιε μου, Σπλάχνο μου…παιδί μου!Ποιοι κακούργοι σου ρούφηξαν τη ζωή μέσα απ τα μάτια;Την κατάρα μου σ όσους σ έχωσαν στο χώμα. Πώς να σε νεκροφιλήσω;Με τι σάβανο να τυλίξω το παγωμένο σου σώμα; Με ποια κραυγή να σε μοιρολογήσω; Παιδί μου…μικρό μου αγοράκι… Με καταδίκασαν σε ισόβια σταύρωση και πώς να ζήσω;Μπήξανε καρφιά στην καρδιά μου και σταζει δηλητήριο.Με ταΐζουν θάνατο και καταπίνω πόνο.Γιε μου… Παιδί μου, σπλάχνο μου γυρνα στην αγκαλιά της μάνας.Αγοράκι μου γλυκό, μη φεύγεις. Τα μαύρα τυλίξανε την ψυχή και το κορμί μου.Ακούτε; Μου πήραν το παιδί μου. Πάρτε τον από μένα. Πάρτε τον μακριά μου.Να μη τον νιώσω παγωμένο, εγώ! Εγώ που τον γέννησα, τον βύζαξα, τον νανούρισα, τον έθρεψα…Κι εσείς;Με ποια χέρια του κόψατε και κάψατε τη γλώσσα; Σωπάτε.Όλη η πλάση να βουβαθεί.Ν’ ακούσω τα τελευταία του λόγια, τη φωνή του.Ακούτε πώς λέει αυτό το «μάνα σ’ αγαπω»; Κατερίνα ΔημητρέσκουΤελειόφοιτη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, με κατεύθυνση Δημοσιογραφίας.

Ο θρήνος της μάνας Read More »

Τα κενά βλέμματα

Καθημερινά προσπερνάμε ανθρώπους. Συνωστιζόμαστε μαζί τους σε λεωφορεία, σε μετρό, σε δημόσιες υπηρεσίες, σε μπαρ, σε αίθουσες πανεπιστημίων, σε προαύλια, σε δρόμους. Πότε περνάμε βιαστικά ανάμεσά τους, πότε απλώς στεκόμαστε δίπλα τους ήσυχα και ίσως μερικές φορές αφήνουμε το βλέμμα μας να τους χαζεύει.Πολύ συχνά, πιάνω τον εαυτό μου να παρατηρεί έντονα τους ανθρώπους κυρίως στα Μέσα. Όχι, δεν τους κοιτάω από πάνω μέχρι κάτω. Κλειδώνω το βλέμμα μου μόνο στο πρόσωπό τους. Συγκεντρώνω την όρασή μου αρχικά στα μάτια τους και αργότερα στις εκφράσεις που παίρνουν. Κάποιους τους βλέπω αγχωμένους με ζαρωμένα φρύδια, χωρίς να μπορούν να εστιάσουν τη ματιά τους κάπου. Άλλους τους βλέπω θλιμμένους. Σιωπηλούς. Να κάθονται σε μια γωνιά, να κλείνουν τα μάτια τους και να παραδίνονται στις σκέψεις που τους καταπίνουν. Μερικούς , ακόμα, τους βλέπω να σκύβουν κάτω το κεφάλι και κάποιους άλλους να δακρύζουν. Εκείνη τη στιγμή προσπαθώ να μην συνεχίσω να τους κοιτώ επίμονα, καθώς σέβομαι την ευάλωτη κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Δεν θέλω να κάνω τους θλιμμένους ανθρώπους να αισθανθούν άβολα μόνο και μόνο γιατί έτυχε να τους θαυμάζω που απελευθερώνουν ένα μέρος του εσωτερικού τους κόσμου. Γι’ αυτό, γυρίζω το κεφάλι μου σε άλλη κατεύθυνση. Μετά από λίγο όμως, φροντίζω να τους νοιαστώ ξανά με τα μάτια μου, αυτούς τους δακρυσμένους ανθρώπους που συναντώ για λίγο –και προπάντων τυχαία- στη ζωή μου. Συχνά συναντώ και χαρούμενους ανθρώπους. Ευτυχισμένους. Χαμογελαστούς. Να συνομιλούν και μαζί με τα χείλη τους να γελάνε και τα μάτια τους. Εκείνη τη στιγμή επεξεργάζομαι λεπτομερώς πού κοιτάνε και τι τους προκαλεί εκείνο το ερέθισμα που θα κάνει τις κόρες των ματιών τους να διαστέλλονται. Οι ερωτευμένοι, για παράδειγμα, παρατηρώ ότι κοιτάνε σαν βαθιά υπνωτισμένοι ο ένας τον άλλον στα μάτια, στο στόμα και άλλες φορές βλέπω απλώς να κλείνουν τα βλέφαρα όταν πλησιάζει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Με πιάνω να χαμογελάω μπροστά σε τέτοιου είδους εικόνες και ίσως γι’ αυτό μ’ αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους. Γιατί προσπαθώ εκείνα τα λίγα λεπτά που θα συνυπάρξω μαζί τους, να δω μια μικρή πτυχή της ζωής τους. Να δω την ανθρώπινη πλευρά τους και κατά κάποιο τρόπο να πείσω τον εαυτό μου ότι όσο ακόμα τα μάτια μιλάνε, η ανθρωπιά δε χάνεται. Μέσα απ’ τα μάτια μας, αντανακλώνται τα συναισθήματα που νιώθουμε. Και, κατά τη γνώμη μου, όσο νιώθουμε, ζούμε. Αυτή είναι η μοναδική χειροπιαστή απόδειξη που μπορώ να έχω. Αυτό μονάχα, διώχνει τον δικό μου φόβο. Το φόβο μπροστά στα κενά βλέμματα. Αυτά των ανθρώπων που σταματάνε να αναπνέουν και κοιτάνε το κενό. Αυτό το κενό βλέμμα που είχε ο Αλέξης πριν 15 χρόνια όταν δολοφονήθηκε από τον αστυνομικό Ε. Κορκονέα. Αυτό το παγωμένο βλέμμα που δεν έχει ζωή πια για να πεις ότι σε κοίταξε φευγαλέα. Κι εσύ να μένεις πίσω και να κοιτάς επίμονα τα μάτια του που θα μείνουν για πάντα ανοιχτά. Να τον βλέπεις πεσμένο στο έδαφος και να μην κρυώνει. Να μην ανασηκώνεται το στέρνο του απ’ τις αναπνοές. Να ξέρεις ότι αυτό το βλέμμα θα σε στοιχειώνει για πάντα. Αυτά τα δύο μάτια που δε θα εκφράσουν ποτέ ξανά θυμό, θλίψη, δε θα ξανά δακρύσουν, δε θα κοιτάξουν κάποιο πρόσωπο γεμάτα αγάπη και έρωτα, δε θα προλάβουν να ρυτιδιάσουν απ’ τα χρόνια, δε θα δουν τη θάλασσα, τον ουρανό. Όμως πού ξέρεις, μπορεί εκείνο το βράδυ να πρόλαβε και να είδε το τελευταίο του ηλιοβασίλεμα και να γέλασε πολύ. Λυπάμαι πολύ που υπάρχουν ακόμη τέρατα που ρουφάνε τις ψυχές ανθρώπων, πόσο μάλλον παιδιών. Θυμώνω που (απ)άνθρωποι δημιουργούν αυτά τα κενά βλέμματα. Αλλά πιο πολύ θυμώνω με όσους τα ξεχνάνε. Με όσους συμβιβάζονται. Με όσους τα παρατάνε.  Με όσους κλείνουν τις προτάσεις τους μ’ ένα «τέλος πάντων». Με όσους μάθανε να αδιαφορούν. Με όσους ζούνε μόνο στο τώρα και για τώρα, γιατί «ντάξει μωρέ και τι; Θα αλλάξει κάτι;». 15 χρόνια απ’ τη δολοφονία του Αλέξη και δεν έχει περάσει χρόνος που να μην έχουμε μετρήσει μια νέα κρατική δολοφονία, ή ένα σοβαρό «ατύχημα» που προκύπτει απ’ την κατάχρηση εξουσίας της αστυνομίας και όχι μόνο. Συνεπώς, «αλλάζει κάτι». Απλώς προς το χειρότερο. Γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να μην κάνουμε τίποτα, απ’ το να ρισκάρουμε. Έτσι κι αλλιώς η αλλαγή δεν έρχεται εύκολα. Θέλει αγώνες και κόπο. Θέλει αντίσταση. Θέλει την ίδια την αυταπάρνηση του εαυτού σου για να προχωρήσεις μπροστά και να εξελιχθείς. Όμως, εγώ ελπίζω και πιστεύω στη γενιά μου. Στη γενιά που δεν αφήνει να πέσει κάτω, ούτε καρφίτσα. Στη γενιά που τόσα χρόνια καταδικάζεται και σύντομα θα λάβει δράση. Που θα θυσιάσει ακόμα περισσότερα πράγματα για να διεκδικήσει ένα μέλλον για μια κοινωνία που οι ζωές θα υπολογίζονται και που θα αποτρέψουν να υπάρχουν άλλα κενά βλέμματα. Κατερίνα ΔημητρέσκουΤελειόφοιτη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, με κατεύθυνση Δημοσιογραφίας.

Τα κενά βλέμματα Read More »

Oppenheimer

Πρόσφατα παρακολούθησα στη μεγάλη οθόνη του σινεμά την ταινία για την οποία προηγήθηκε τους τελευταίους μήνες ένα τρομερό marketing. Πολλά ήταν τα memes και οι διαφημίσεις που κάνανε τον γύρο του διαδικτύου, ενώνοντας με έξυπνο τρόπο τις δύο ταινίες που προβάλλονταν την ίδια περίοδο, την Barbie και τον Oppenheimer. Παρότι είδα και τις δύο, αποφάσισα να γράψω λίγα πράγματα για την δεύτερη, καθώς έμεινα καθηλωμένη και τις 3 ώρες που διαρκεί. Προτού παρακολουθήσω, ωστόσο, την ταινία έκανα μια μικρή έρευνα για να διαβάσω μερικά πράγματα και να ‘χω κάποιες γνώσεις παραπάνω, αλλά και να φρεσκάρω τα όσα ήδη γνώριζα. Βέβαια για να είμαι ειλικρινής, από κάποιες κριτικές τρομοκρατήθηκα λίγο, αφού κάποιοι διαρκώς αναφερόντουσαν στο ότι «έχει πολλούς επιστημονικούς όρους κβαντικής φυσικής» υπονοώντας ότι μπορεί να μην είναι τόσο κατανοητά για όλο το κοινό, αλλά και πως «έχει πολλούς διαλόγους» κάτι που μπορεί να κούραζε μειώνοντας το συνολικό ενδιαφέρον. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μπήκα στη αίθουσα δειλά και φοβούμενη μήπως δεν καταλάβω κομβικά σημεία της ιστορίας, δημιουργώντας μου κενά, κάτι που δε θα με άφηνε να σχηματίσω τη προσωπική μου γνώμη στο τέλος. Παρόλα αυτά, μπορώ να πω με σιγουριά ότι ήταν μια εξαιρετική ταινία, με δυνατές ερμηνείες, απίστευτο soundtrack και εξωπραγματικά εφέ. Επειδή, όμως, είναι μία ταινία που προτείνω να πάτε να την απολαύσετε, σας συμβουλεύω να διαβάσετε μερικά πράγματα για τον Robert Oppenheimer και την εποχή του, καθώς η πλοκή εκτυλίσσεται σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, κατατάσσοντας την ταινία στην κατηγορία «Ιστορικό Δράμα». Μου άρεσε ιδιαίτερα που δόθηκαν πολλές διαστάσεις ως προς την προσωπικότητα του κεντρικού ήρωα, με αποτέλεσμα να θίγονται πράγματα που αφορούσαν τον προσωπικό του ζήλο, την αλαζονεία, τον εγωισμό και κυρίως την αφοσίωσή του στην επιστήμη.Ο Oppenheimer για μένα, ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε για τις θεωρίες του, ζούσε για να διδάσκει και να τον θαυμάζουν, αλλά και για να μείνει τ’ όνομά του στην ιστορία. Και τα κατάφερε, αφού έμεινε στα βιβλία της ανθρωπότητας ως «Ο πατέρας της ατομικής βόμβας». Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι αργότερα δεν πάλευε εσωτερικά με την ηθική και τις τύψεις του, γνωρίζοντας πως το μεγαλύτερό του επίτευγμα, θα ήταν την ίδια στιγμή το φονικότερο όπλο της εποχής, όπως συμπεραίνουμε και μέσα απ’ το έργο.Η ταινία δεν πραγματεύεται μόνο τη ζωή του Robert και πώς ανακάλυψε μαζί με την ομάδα του μέσω των θεωριών και πειραμάτων την ατομική βόμβα, αλλά θέτει και το πολιτικό πλαίσιο, βάσει του οποίου ενεργούσε ο πρωταγωνιστής για να εξυπηρετήσει –αναγκαστικά- τα πολεμικά συμφέροντα της χώρας του. Σκεφτείτε, λοιπόν, να είστε στο πικ της καριέρας σας, να είστε κοντά στη μεγαλύτερη ανακάλυψη του αιώνα και προτού απολαύσετε τους καρπούς των κόπων σας για όλες τις ώρες που αφιερώσατε στην έρευνα και στη δουλειά σας, να ξέρετε πως το έργο σας, θα προκαλέσει τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Ξεκίνησα αυτό το άρθρο έχοντας στο μυαλό μου να αναλύσω την ταινία αλλά στην πορεία τα σχέδια άλλαξαν. Δεν θα ήθελα να μαρτυρήσω τίποτα απ’ αυτό το αριστούργημα, γιατί η ταινία βγήκε πολύ πρόσφατα, γι’ αυτό και θεώρησα άδικο να γράψω ένα κείμενο γεμάτο spoilers. Το μόνο που έχω να πω είναι να μη φοβηθείτε αν έχετε ακούσει κι εσείς παρόμοιες «τρομακτικές» κριτικές σαν τα παραδείγματα που έδωσα παραπάνω. Ναι, μιλάει για κβαντική φυσική, αλλά προφανώς και εξηγούνται τα απαραίτητα και για χάρη του κοινού. Οι επιστημονικές σκέψεις είτε αποδίδονται πιο απλοϊκά μερικές φορές, είτε άλλοτε αναλύονται σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να κατανοηθεί το βασικό θέμα. Και ναι, μπορεί να έχει πολλούς διαλόγους, αλλά όχι σε σημείο που ο θεατής συγχίζεται και μπερδεύεται, όπως κάποιοι σπεύδουν να πουν. Οπότε για να σας ενημερώσω καλύτερα, απλώς υπάρχουν αρκετές αφηγήσεις (δείχνοντας τι γινόταν παλαιότερα με αναδρομές και τι συμβαίνει τώρα) και οι διάλογοι εναλλάσσονται σύμφωνα με πρόσωπα της πολιτικής σκηνής, τον επιστημονικό κύκλο όπως επίσης και το κοντινό περιβάλλον του Robert Oppenheimer (π.χ. οικογένεια, φίλοι κ.λ.π.). Συνεπώς, τα μόνα tips που έχω να σας δώσω είναι πως αν θέλετε να παρακολουθήσετε την ταινία πρέπει να είστε συγκεντρωμένοι για όλους τους παραπάνω λόγους και προς θεού μην χάσετε την εμπειρία να την δείτε στο σινεμά, μια και προσφέρει την καλύτερη εμπειρία στον ήχο και στην εικόνα. Είμαι σίγουρη ότι θα βγείτε απ’ τις αίθουσες διαφορετικοί άνθρωποι γεμάτοι από ηθικά διλλήματα, γι’ αυτό και η τελευταία συμβουλή μου, είναι να πάτε με καλή παρέα, ώστε να ακολουθήσει ένας ωραίος εποικοδομητικός διάλογος ξεκινώντας να απαντάτε την πρώτη ερώτηση «Τι θα έκανες εσύ στη θέση του;». Καλή απόλαυση! Κατερίνα ΔημητρέσκουΤελειόφοιτη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, με κατεύθυνση Δημοσιογραφίας.

Oppenheimer Read More »

Scroll to Top