Καθημερινά προσπερνάμε ανθρώπους. Συνωστιζόμαστε μαζί τους σε λεωφορεία, σε μετρό, σε δημόσιες υπηρεσίες, σε μπαρ, σε αίθουσες πανεπιστημίων, σε προαύλια, σε δρόμους. Πότε περνάμε βιαστικά ανάμεσά τους, πότε απλώς στεκόμαστε δίπλα τους ήσυχα και ίσως μερικές φορές αφήνουμε το βλέμμα μας να τους χαζεύει.
Πολύ συχνά, πιάνω τον εαυτό μου να παρατηρεί έντονα τους ανθρώπους κυρίως στα Μέσα. Όχι, δεν τους κοιτάω από πάνω μέχρι κάτω. Κλειδώνω το βλέμμα μου μόνο στο πρόσωπό τους. Συγκεντρώνω την όρασή μου αρχικά στα μάτια τους και αργότερα στις εκφράσεις που παίρνουν.
Κάποιους τους βλέπω αγχωμένους με ζαρωμένα φρύδια, χωρίς να μπορούν να εστιάσουν τη ματιά τους κάπου. Άλλους τους βλέπω θλιμμένους. Σιωπηλούς. Να κάθονται σε μια γωνιά, να κλείνουν τα μάτια τους και να παραδίνονται στις σκέψεις που τους καταπίνουν. Μερικούς , ακόμα, τους βλέπω να σκύβουν κάτω το κεφάλι και κάποιους άλλους να δακρύζουν. Εκείνη τη στιγμή προσπαθώ να μην συνεχίσω να τους κοιτώ επίμονα, καθώς σέβομαι την ευάλωτη κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Δεν θέλω να κάνω τους θλιμμένους ανθρώπους να αισθανθούν άβολα μόνο και μόνο γιατί έτυχε να τους θαυμάζω που απελευθερώνουν ένα μέρος του εσωτερικού τους κόσμου. Γι’ αυτό, γυρίζω το κεφάλι μου σε άλλη κατεύθυνση. Μετά από λίγο όμως, φροντίζω να τους νοιαστώ ξανά με τα μάτια μου, αυτούς τους δακρυσμένους ανθρώπους που συναντώ για λίγο –και προπάντων τυχαία- στη ζωή μου. Συχνά συναντώ και χαρούμενους ανθρώπους. Ευτυχισμένους. Χαμογελαστούς. Να συνομιλούν και μαζί με τα χείλη τους να γελάνε και τα μάτια τους. Εκείνη τη στιγμή επεξεργάζομαι λεπτομερώς πού κοιτάνε και τι τους προκαλεί εκείνο το ερέθισμα που θα κάνει τις κόρες των ματιών τους να διαστέλλονται. Οι ερωτευμένοι, για παράδειγμα, παρατηρώ ότι κοιτάνε σαν βαθιά υπνωτισμένοι ο ένας τον άλλον στα μάτια, στο στόμα και άλλες φορές βλέπω απλώς να κλείνουν τα βλέφαρα όταν πλησιάζει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Με πιάνω να χαμογελάω μπροστά σε τέτοιου είδους εικόνες και ίσως γι’ αυτό μ’ αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους. Γιατί προσπαθώ εκείνα τα λίγα λεπτά που θα συνυπάρξω μαζί τους, να δω μια μικρή πτυχή της ζωής τους. Να δω την ανθρώπινη πλευρά τους και κατά κάποιο τρόπο να πείσω τον εαυτό μου ότι όσο ακόμα τα μάτια μιλάνε, η ανθρωπιά δε χάνεται. Μέσα απ’ τα μάτια μας, αντανακλώνται τα συναισθήματα που νιώθουμε. Και, κατά τη γνώμη μου, όσο νιώθουμε, ζούμε. Αυτή είναι η μοναδική χειροπιαστή απόδειξη που μπορώ να έχω. Αυτό μονάχα, διώχνει τον δικό μου φόβο. Το φόβο μπροστά στα κενά βλέμματα. Αυτά των ανθρώπων που σταματάνε να αναπνέουν και κοιτάνε το κενό. Αυτό το κενό βλέμμα που είχε ο Αλέξης πριν 15 χρόνια όταν δολοφονήθηκε από τον αστυνομικό Ε. Κορκονέα. Αυτό το παγωμένο βλέμμα που δεν έχει ζωή πια για να πεις ότι σε κοίταξε φευγαλέα.
Κι εσύ να μένεις πίσω και να κοιτάς επίμονα τα μάτια του που θα μείνουν για πάντα ανοιχτά. Να τον βλέπεις πεσμένο στο έδαφος και να μην κρυώνει. Να μην ανασηκώνεται το στέρνο του απ’ τις αναπνοές. Να ξέρεις ότι αυτό το βλέμμα θα σε στοιχειώνει για πάντα. Αυτά τα δύο μάτια που δε θα εκφράσουν ποτέ ξανά θυμό, θλίψη, δε θα ξανά δακρύσουν, δε θα κοιτάξουν κάποιο πρόσωπο γεμάτα αγάπη και έρωτα, δε θα προλάβουν να ρυτιδιάσουν απ’ τα χρόνια, δε θα δουν τη θάλασσα, τον ουρανό. Όμως πού ξέρεις, μπορεί εκείνο το βράδυ να πρόλαβε και να είδε το τελευταίο του ηλιοβασίλεμα και να γέλασε πολύ.
Λυπάμαι πολύ που υπάρχουν ακόμη τέρατα που ρουφάνε τις ψυχές ανθρώπων, πόσο μάλλον παιδιών. Θυμώνω που (απ)άνθρωποι δημιουργούν αυτά τα κενά βλέμματα. Αλλά πιο πολύ θυμώνω με όσους τα ξεχνάνε. Με όσους συμβιβάζονται. Με όσους τα παρατάνε. Με όσους κλείνουν τις προτάσεις τους μ’ ένα «τέλος πάντων». Με όσους μάθανε να αδιαφορούν. Με όσους ζούνε μόνο στο τώρα και για τώρα, γιατί «ντάξει μωρέ και τι; Θα αλλάξει κάτι;». 15 χρόνια απ’ τη δολοφονία του Αλέξη και δεν έχει περάσει χρόνος που να μην έχουμε μετρήσει μια νέα κρατική δολοφονία, ή ένα σοβαρό «ατύχημα» που προκύπτει απ’ την κατάχρηση εξουσίας της αστυνομίας και όχι μόνο. Συνεπώς, «αλλάζει κάτι». Απλώς προς το χειρότερο. Γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να μην κάνουμε τίποτα, απ’ το να ρισκάρουμε. Έτσι κι αλλιώς η αλλαγή δεν έρχεται εύκολα. Θέλει αγώνες και κόπο. Θέλει αντίσταση. Θέλει την ίδια την αυταπάρνηση του εαυτού σου για να προχωρήσεις μπροστά και να εξελιχθείς.
Όμως, εγώ ελπίζω και πιστεύω στη γενιά μου. Στη γενιά που δεν αφήνει να πέσει κάτω, ούτε καρφίτσα. Στη γενιά που τόσα χρόνια καταδικάζεται και σύντομα θα λάβει δράση. Που θα θυσιάσει ακόμα περισσότερα πράγματα για να διεκδικήσει ένα μέλλον για μια κοινωνία που οι ζωές θα υπολογίζονται και που θα αποτρέψουν να υπάρχουν άλλα κενά βλέμματα.
Τελειόφοιτη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, με κατεύθυνση Δημοσιογραφίας.