Όταν προ μερικών ετών η πρώτη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη θεσμοθέτησε την ΕΒΕ ( Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής), η αιχμή του δόρατος της επικοινωνιακής πολιτικής της ήσαν ότι με αυτή θα διασφαλιστεί πως οι επιτυχόντες διαθέτουν το minimum γνώσεων που θεωρούνται ζωτικής σημασίας για μια «αξιοπρεπή» φοιτητική και μετέπειτα επιστημονική καριέρα. θα προασπιζόταν η αριστεία και η σκληρή δουλειά, ενώ συνάμα οι απαιτήσεις της ΕΒΕ κάθε σχολής θα συνέπιπταν μ τις ανάγκες και τα θέλω των μηχανισμών της αγοράς, ώστε ταυτοχρόνως να γινόταν πράξη και η περιβόητη διασύνδεση αγοράς εργασίας και Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Η πραγματικότητα είναι όμως πολύ πιο ζοφερή και σίγουρα υποταγμένη στο νεοφιλελεύθερο δόγμα. Η ΕΒΕ δεν ήταν παρά ένα ακόμη όπλο των κυβερνητικών αρχών στην προσπάθειά τους να υποβαθμίσουν περαιτέρω την δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και αυτό μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό από τις συνέπειες της ΕΒΕ. Από τον πρώτο χρόνο εφαρμογής της, δεκάδες χιλιάδες μαθητές έμειναν εκτός πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, δημιουργώντας ουσιαστικά μια τεράστια δεξαμενή εν δυνάμει πελατών για τα ιδιωτικά κολλέγια, ΙΕΚ και ούτω καθεξής. Παράλληλα, με την εξίσωση των πτυχίων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, και ελέω των υπαρκτών παθογενειών του πρώτου ( πολυετή φροντιστήρια που συνεπάγονται με έξοδα, ψυχολογική και σωματική καταπόνηση των υποψηφίων κτλ), αυτή η δεξαμενή διευρύνεται συνεχώς.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εισήλθε στην πολιτική ατζέντα της δεύτερης κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Και επειδή το εν λόγω άρθρο έχει πολλές διατάξεις, ας δούμε το ζουμί του, όπερ σημαίνει την παράγραφο 5 :
« H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.
Eιδικός νόμος ορίζει όσα αφορούν τους φοιτητικούς συλλόγους και τη συμμετοχή των σπουδαστών σ’ αυτούς.»
Αυτή η παράγραφος στην πραγματικότητα απεικονίζει τις πραγματικές «ορέξεις» της ΕΒΕ και της εν γένει πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας γύρω από τα Πανεπιστημιακά ζητήματα. Πρώτα υποβάθμιση των ΑΕΙ μέσω εξευτελιστικών κρατικών επιχορηγήσεων, μετέπειτα συνεχή προπαγάνδα περί ανομίας και «μπαχαλάκηδων» που δεν σέβονται την κρατική περιουσία, ύστερα ΕΒΕ- δημιουργία δεξαμενής εν δυνάμει πελατών και εξίσωση πτυχίων και εν κατακλείδι η αναθεώρηση του άρθρου 16 ώστε να μπουν στο παιχνίδι της τριτοβάθμιας και ιδιώτες.
Διότι τα κίνητρα ήσαν πάντα ταξικά. Η τριβή με τα δημόσια ΑΕΙ , πέραν της κατάρτισης του μελλοντικού εργατικού δυναμικού και της στελέχωσης της αγοράς, παρέχουν και κάτι αναγκαίο και συνάμα γοητευτικό. Οι φοιτητές έρχονται σε επαφή με πολιτικό-κοινωνικές ζυμώσεις, συνδιαλέγονται με ανθρώπους με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά , που ενδεχομένως δεν θα συναντούσαν ποτέ. Αναπτύσσουν πολιτική σκέψη, ταξική συνείδηση, γίνονται εν ολίγοις κοινωνικά όντα, έτοιμα να μοχθήσουν και να αγωνιστούν από κάθε μετερίζι. Γίνονται δυναμικοί επιστήμονες, με σκοπό να προασπίσουν τις ανάγκες του πλησίον. Μα προπάντων, γίνονται χειραφετημένοι και απογαλακτισμένοι άνθρωποι.
Πάντοτε αποτελούσε αγκάθι για τους αστούς η δυνατότητα των χαμηλότερων στρωμάτων να μορφώνονται και να καταρτίζονται δίχως να υπάρχει άμεση ανταλλακτική ( εν προκειμένω χρηματική) υποχρέωση. Πάντα στον νου της μετέφραζαν το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης ως ένα μέτωπο το οποίο υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις δύναται να τους αποδώσει τεράστια κέρδη. Και φρόντισε για αυτούς, ο ικανότατος εξυπηρετητής των συμφερόντων τους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και σε αυτή την προσπάθεια η ΕΒΕ έβαζε και βάζει το δικό της λιθαράκι. Στο χέρι μας είναι να μην δεχτούμε την μετατροπή της μορφωτικής και εκπαιδευτική μας πυξίδας σε ένα καιροσκοπικό ίδρυμα, έρμαιο των μεγαλοσυμφερόντων και του νεοφιλελευθερισμού.
Πτυχιούχος του τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων και μεταπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πα.Πει.