«Επόμενη στάση, Σύνταγμα»

Όπως προχωρούσε το υπόγειο τρένο κι αφήναμε τους παλιούς μας εαυτούς στις στάσεις που περάσαμε, ξάφνου, όταν άνοιξαν οι πόρτες μπήκε μέσα ένα γερασμένο πρόσωπο.
Είχε ένα κουρασμένο βλέμμα και τα φρύδια του έσμιγαν μόνο όταν συνομιλούσε με τις σκέψεις του.
Στεκόταν ακριβώς απέναντί μου κι έτσι είχα την πολυτέλεια να τον παρατηρήσω.
Να χαζέψω το σκουρόχρωμο παντελόνι με την διακριτική τσάκιση, το λευκό του πουκάμισο, το γκρι λεπτό σακάκι και το καπελάκι που κοσμούσε το κεφάλι του.
Αφού τον κοίταξα καλύτερα είδα πως στα δυο του γερασμένα χέρια, κρατούσε ένα μικρό πράσινο λεμόνι.
Κι όπως το κινούσε ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά του, χωρίς να το καταλάβει, έσπειρε το καλοκαίρι μέσα σ’ ένα τυχαίο, μουντό κι απρόσωπο βαγόνι.
Λίγες στάσεις αργότερα, το μόνο που είπε φωναχτά, σα να απευθυνόταν σ’ όλους μας, είναι ότι «στον Ευαγγελισμό κατεβαίνουν οι επισκέπτες των αρρώστων».
Κι εγώ απλώς του χαμογέλασα. Είχε δίκιο.
Αφού φτάσαμε στη στάση Συντάγματος κι άνοιξαν πάλι οι πόρτες, κατέβηκε απ’ το τρένο, έλεγξε ότι έβαινε προς τη σωστή κατεύθυνση, και χάθηκε στο πλήθος.
Για μια στιγμή εντόπισα ξανά τα άσπρα του μαλλιά. Και χαμογελώντας του πάλι, από μακριά αυτή τη φορά, αποχαιρέτησα τον άνθρωπο που πήρε το καλοκαίρι και το φύλαξε ξανά στη τσέπη του, μη γνωρίζοντας πόσο πολύτιμη ήταν η σύντομη παρουσία του κοντά σ’ εμάς τους ξένους.

Κοινοποίησέ το:
Scroll to Top