Έγινα αυτόπτης μάρτυρας στα έγκατα της πόλης
Σ’ ένα συμβάν όπου χάνεις τη λαλιά σου
Σαν σήμανε συναγερμός για ένα μικρό πλάσμα
Απορείς μ’ αυτό που βλέπεις και μ’ αυτό που ακούν τα’ αυτιά σου
Το πλάσμα ωρυότανε και έκλαιγε από πόνο
Κι η οδύνη του μεγάλωνε ενώ έρχονταν τα κτήνη
Μικρό ήταν, φτωχό, με απλά ρούχα ντυμένο
Σαν όλα αυτά τα πλάσματα που ο κόσμος σημασία δεν δίνει
Τα κτήνη το πλησίαζαν, πηγαίναν για κυνήγι
Μπροστά ο αρχηγός, ένα ψηλό και ψυχρό τέρας
Κι αφού βρήκε τη λεία του, την αρπάζει από τα χέρια
Τη σέρνει και την πετά στον τοίχο σαν να ‘ναι ωμό κρέας
Η λεία του σαν φώναζε, εκείνος αδιαφορούσε
Ο βοηθός του μόνο έδειξε μια σταλιά συμπόνιας
Το θύμα αγκομαχούσε, βοήθεια χρειαζόταν
Μη φοβάσαι πλάσμα μου, δεν θέλουν το κακό μας…
Εγώ εκεί στεκόμουν, απλώς παρατηρούσα
Τη φρίκη, το έλεος…και μια γλυκιά κυρία
Πήγε να βρει το δίκιο μα νίκησε η αδικία
Εγώ απλός θεατής, ποτέ δεν αντιδρούσα
Κι σαν απαθή όντα, κοιτούμε πάντα υπνωτισμένοι
Κερδίζουν οι ισχυροί τη φτωχή αδυναμία
Και πάνω στην κραυγή της εμείς λέμε θα περάσει
Τα γεγονότα όμως περνούν και γίνοντ’ ιστορία
Φοιτήτρια στο τμήμα Μουσικών Σπουδών στο Εκπα στην κατεύθυνση της Εθνομουσικολογίας